κυρ Θωμάς

603753_674491849324207_8629179153649156321_n

Ο κυρ Θωμάς ένας λεβέντης, ψηλός, σωματώδης άντρας, παρά τα 62 του χρόνια είχε ακόμα την δύναμη ενός ταύρου. Aγωγιάτης στο επάγγελμα, κουβαλούσε με το κάρο του ότι μπορούσε κανείς να φανταστεί .Προμήθευε τα παντοπωλεία, με λάδι, σαπούνι, μπαχαρικά και αλάτι, καρφιά, στειλιάρια, χαλβάδες και θρεψίνη απ ‘τον Χαίτογλου, και κάποιες φορές, ιδίως τις παραμονές μιας μεγάλης ονομαστικής γιορτής φοντάν, μαντολάτα και λουκούμια από την Βιοζαχ. Η ζωή του ήταν ένα συνεχές ταξίδι. Όμως το καλοκαίρι του 1949 δεν αισθάνονταν καλά, είχε ζαλάδες, πονοκεφάλους, κουράζονταν, λαχάνιαζε εύκολα, είχε τάσεις για εμετό, όλο παραπονιόταν. Του έβραζαν τσάγια διάφορα, όλων των ειδών τα βότανα αναμειγμένα με καθαρτικό, τον ξεμάτιαζαν, μα το λάδι δεν σκόρπιζε μέσα στο νερό, σημάδι πως το κακό το μάτι δεν ξορκιζόταν. Ήρθε ο παπάς τρεις φορές και διάβασε τρία ευχέλαια στη σειρά, ήρθε κι από το Άγιο όρος ένας καλόγερος στο βάλτο, καβάλα σε ένα γάιδαρο και έφερε ένα κομματάκι Τίμιο ξύλο και λάδι από την Ιερά μονή Παμμέγιστων Ταξιαρχών. Τον σταύρωναν στο μέτωπο κάθε πρωί μέσα σε χώρο λιβανισμένο, μα τίποτα δεν ήταν ικανό να σταματήσει τον πόνο στα μηνίγγια, τις εξάψεις και τον κρύο ιδρώτα που τον έλουζε. Ώσπου μια μέρα, μια γυναίκα, μουσαφίρισσα από ένα άλλο χωριό, είπε πως ο άνδρας της είχε το ίδιο πρόβλημα και πως παρά τον πόλεμο πήγε στην Φλώρινα γιατί το κλίμα εκεί ήταν το καλύτερο για πονοκεφάλους και γιατρεύτηκε. Έτσι αποφάσισε να πάει κι αυτός. Ξεκινώντας χαράματα με ψιχάλα, κόβοντας δρόμο μέσα από τους μπαξέδες και τα μποστάνια του Χαρμάνκιοι, βγήκε με το κάρο στο σιδηροδρομικό σταθμό κι έφτασε νωρίς στο Βαρδάρη .Ξεπέζεψε στο χάνι του Σαούλ και με τα στρατιωτικά αυτοκίνητα του Εθνικού στρατού έφυγε για την Φλώρινα. Το ταξίδι ήταν δύσκολο, μέσα στον φόβο και στην ταλαιπωρία. Έφτασαν μεσημέρι κι ήταν θεονήστικος, πεινούσε σαν λύκος. Μπήκε σε ένα μαγειρείο και έφαγε καλά, μα βγαίνοντας στο δρόμο με την βαλίτσα στο χέρι, του ήρθε μια ζάλη και μια κομμάρα. Μια αγωνία και ένα σφίξιμο στην καρδιά. Είδε ένα παγκάκι και κάθισε εκεί ολομόναχος και πέθανε. Όταν ο κλητήρας έφερε το μαύρο μαντάτο στην κυρά Ελένη, ο άντρας της ήταν ήδη μια βδομάδα θαμμένος. Συγκοινωνία δεν υπήρχε, οι σιδηροδρομικές γραμμές ήταν ανατιναγμένες απ «τις νάρκες. Ποτέ δεν βρήκαν τον τάφο του.

Κατερίνα Σημηντήρα

Σχολιάστε